οικειογράφος

οικειογράφος
οἰκειογράφος ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που γράφει τα δικά του ζητήματα ή τα ζητήματα που αφορούν τους οικείους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -γράφος (< γράφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”